- ὑπόβραγχος
- ὑπόβραγχος, ον,A somewhat hoarse from cold,
φθέγγεται -ότερον Hp.Loc.Hom.14
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθέγγεται -ότερον Hp.Loc.Hom.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπόβραγχος — ον, Α λίγο βραχνός, κάπως βραχνιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βράγχος «βράχνιασμα»] … Dictionary of Greek
ὑποβραγχότερον — ὑπόβραγχος somewhat hoarse from cold adverbial comp ὑπόβραγχος somewhat hoarse from cold masc acc comp sg ὑπόβραγχος somewhat hoarse from cold neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)